Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελειοποιήσιμος η τελειοποιήσιμη το τελειοποιήσιμο
      γενική του τελειοποιήσιμου της τελειοποιήσιμης του τελειοποιήσιμου
    αιτιατική τον τελειοποιήσιμο την τελειοποιήσιμη το τελειοποιήσιμο
     κλητική τελειοποιήσιμε τελειοποιήσιμη τελειοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελειοποιήσιμοι οι τελειοποιήσιμες τα τελειοποιήσιμα
      γενική των τελειοποιήσιμων των τελειοποιήσιμων των τελειοποιήσιμων
    αιτιατική τους τελειοποιήσιμους τις τελειοποιήσιμες τα τελειοποιήσιμα
     κλητική τελειοποιήσιμοι τελειοποιήσιμες τελειοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελειοποιήσιμος < τελειοποιησ- (αοριστικό θέμα του τελειοποιώ) + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

τελειοποιήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία