τελειοποιήσιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατελειοποιήσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τελειοποιήσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τελειοποιήσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τελειοποιήσιμος