perfectionnisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- perfectionnisme < perfection + -isme
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɛʁ.fɛk.sjɔ.nism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
perfectionnisme (fr) αρσενικό
- τελειομανία
- ↪ Ça, c'est du perfectionnisme ! - Μα αυτό είναι τελειομανία!
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη perfection