τελειομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελειομανία < τέλει(ος) + -ο- + -μανία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατελειομανία θηλυκό
- η μανία για τελειότητα
- ↪ Η τελειομανία του δεν του επιτρέπει να ολοκληρώσει κανένα έργο του.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τελειομανία