πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελειομανής η τελειομανής το τελειομανές
      γενική του τελειομανούς* της τελειομανούς του τελειομανούς
    αιτιατική τον τελειομανή την τελειομανή το τελειομανές
     κλητική τελειομανή(ς) τελειομανής τελειομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελειομανείς οι τελειομανείς τα τελειομανή
      γενική των τελειομανών των τελειομανών των τελειομανών
    αιτιατική τους τελειομανείς τις τελειομανείς τα τελειομανή
     κλητική τελειομανείς τελειομανείς τελειομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
τελειομανής < τέλει(ος) + -μανής ( < μαίνομαι / μανία)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τελειομανής αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία