τελειομανής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.li.o.maˈnis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τελειομανής αρσενικό
- που έχει μανία με την τελειότητα, που την επιδιώκει σε κάθε του έργο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τελειομανής
|