↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελειότητα οι τελειότητες
      γενική της τελειότητας των τελειοτήτων
    αιτιατική την τελειότητα τις τελειότητες
     κλητική τελειότητα τελειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελειότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελειότης από την αιτιατική ενικού «τὴν τελειότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τέλει(ος) + -ότητα.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.liˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λει‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τελειότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του τέλειου, αυτού που είναι ολοκληρωμένος και χωρίς ψεγάδια
    ⮡  Η νέα δουλειά του γνωστού γλύπτη αγγίζει την τελειότητα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τελειότητα θηλυκό