τελειότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τελειότης | αἱ | τελειότητες |
γενική | τῆς | τελειότητος | τῶν | τελειοτήτων |
δοτική | τῇ | τελειότητῐ | ταῖς | τελειότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | τελειότητᾰ | τὰς | τελειότητᾰς |
κλητική ὦ! | τελειότης | τελειότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τελειότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τελειοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατελειότης, -ητος θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τέλος
Πηγές
επεξεργασία- τελειότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.