Δείτε επίσης: μανία, Μάνια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -μανία οι -μανίες
      γενική της -μανίας
    αιτιατική τη(ν) -μανία τις -μανίες
     κλητική -μανία -μανίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-μανία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μανία < αρχαία ελληνική μανία και (λόγιο δάνειο) γαλλική -manie < ελληνιστική κοινή -μανία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μα‐νι‐α

  Επίθημα επεξεργασία

-μανία θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -μανίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα