-μανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -μανία | οι | -μανίες |
γενική | της | -μανίας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -μανία | τις | -μανίες |
κλητική | -μανία | -μανίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -μανία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μανία < αρχαία ελληνική μανία και (λόγιο δάνειο) γαλλική -manie < ελληνιστική κοινή -μανία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μα‐νι‐α
Επίθημα
επεξεργασία-μανία θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασία- αρχομανία
- δικομανία
- διψομανία
- επιδειξιμανία
- εργασιομανία
- ηρωινομανία
- κλεπτομανία
- κοκαϊνομανία
- μεγαλομανία
- μητρομανία
- μονομανία
- μυθομανία
- νυμφομανία
- ξενομανία
- πυρομανία
- τοξικομανία
- χαλκομανία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μανία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -μανία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)