τοξικομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξικομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική toxicomanie. Μορφολογικά αναλύεται σε τοξικό(ς) + -μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξικομανία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση λόγω της παρατεταμένης χρήσης τοξικών ουσιών (φαρμάκων ή ναρκωτικών) που προκαλούν σωματική και ψυχική εξάρτηση από αυτές
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοξικομανία
Πηγές
επεξεργασία- τοξικομανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοξικομανία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)