εργασιομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεργασιομανία θηλυκό
- η μανία για (επαγγελματική) εργασία ή απασχόληση σε βαθμό υπερβολικό
Συγγενικά
επεξεργασία- εργασιομανής
- → δείτε τις λέξεις εργασία, έργο και μανία