εργασιομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εργασιομανής | η | εργασιομανής | το | εργασιομανές |
γενική | του | εργασιομανούς* | της | εργασιομανούς | του | εργασιομανούς |
αιτιατική | τον | εργασιομανή | την | εργασιομανή | το | εργασιομανές |
κλητική | εργασιομανή(ς) | εργασιομανής | εργασιομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εργασιομανείς | οι | εργασιομανείς | τα | εργασιομανή |
γενική | των | εργασιομανών | των | εργασιομανών | των | εργασιομανών |
αιτιατική | τους | εργασιομανείς | τις | εργασιομανείς | τα | εργασιομανή |
κλητική | εργασιομανείς | εργασιομανείς | εργασιομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εργασιομανής < εργασιομανία + -μανής
Επίθετο
επεξεργασίαεργασιομανής , -ής, -ές
- που εργάζεται πολύ και, γενικά, είναι παθιασμένος με το να δουλεύει
Συγγενικά
επεξεργασία- εργασιομανία
- → δείτε τις λέξεις εργασία, έργο και μανία