παθιασμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παθιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παθιάζω/παθιάζομαι
ΜετοχήΕπεξεργασία
παθιασμένος - η - ο
- που παθιάζεται με κάτι, που κάνει κάτι με πάθος
- παθιασμένος άνθρωπος
- που γίνεται με ένταση και με πάθος
- παθιασμένο φιλί