Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παθιάζω < μεσαιωνική ελληνική παθιάζω < πάθος

  Ρήμα επεξεργασία

παθιάζω (παθητική φωνή: παθιάζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία