παθιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθιάζω < μεσαιωνική ελληνική παθιάζω < πάθος
Ρήμα
επεξεργασίαπαθιάζω (παθητική φωνή: παθιάζομαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παθιάζω | πάθιαζα | θα παθιάζω | να παθιάζω | παθιάζοντας | |
β' ενικ. | παθιάζεις | πάθιαζες | θα παθιάζεις | να παθιάζεις | πάθιαζε | |
γ' ενικ. | παθιάζει | πάθιαζε | θα παθιάζει | να παθιάζει | ||
α' πληθ. | παθιάζουμε | παθιάζαμε | θα παθιάζουμε | να παθιάζουμε | ||
β' πληθ. | παθιάζετε | παθιάζατε | θα παθιάζετε | να παθιάζετε | παθιάζετε | |
γ' πληθ. | παθιάζουν(ε) | πάθιαζαν παθιάζαν(ε) |
θα παθιάζουν(ε) | να παθιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάθιασα | θα παθιάσω | να παθιάσω | παθιάσει | ||
β' ενικ. | πάθιασες | θα παθιάσεις | να παθιάσεις | πάθιασε | ||
γ' ενικ. | πάθιασε | θα παθιάσει | να παθιάσει | |||
α' πληθ. | παθιάσαμε | θα παθιάσουμε | να παθιάσουμε | |||
β' πληθ. | παθιάσατε | θα παθιάσετε | να παθιάσετε | παθιάστε | ||
γ' πληθ. | πάθιασαν παθιάσαν(ε) |
θα παθιάσουν(ε) | να παθιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παθιάσει | είχα παθιάσει | θα έχω παθιάσει | να έχω παθιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παθιάσει | είχες παθιάσει | θα έχεις παθιάσει | να έχεις παθιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παθιάσει | είχε παθιάσει | θα έχει παθιάσει | να έχει παθιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παθιάσει | είχαμε παθιάσει | θα έχουμε παθιάσει | να έχουμε παθιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παθιάσει | είχατε παθιάσει | θα έχετε παθιάσει | να έχετε παθιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παθιάσει | είχαν παθιάσει | θα έχουν παθιάσει | να έχουν παθιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παθιάζω
|