παθιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθιάζομαι < μεσαιωνική ελληνική παθιάζομαι< παθητική φωνή του ρήματος παθιάζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαθιάζομαι, πρτ.: παθιαζόμουν(α), στ.μέλλ.: θα παθιαστώ, αόρ.: παθιάστηκα, μτχ.π.π.: παθιασμένος
- καταλαμβάνομαι από πάθος
- όταν αρχίζει αυτή τη συζήτηση, παθιάζεται και δεν μπορεί να σταματήσει
- από μικρός παθιάστηκε με τη μουσική
Μεταφράσεις
επεξεργασία παθιάζομαι