bourreau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bourreau | bourreaux |
bourreau (fr) αρσενικό
- ο δήμιος, ο σταυρωτής, ο μπόγιας, ο εκτελεστής
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bourreau | bourreaux |
bourreau (fr) αρσενικό