εκτελεστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτελεστής < εκτελώ + -τής(μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exécuteur)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτελεστής αρσενικό
- αυτός που σκοτώνει εν ψυχρώ
- (επάγγελμα) ο δήμιος
- το άτομο, στο οποίο ανατίθεται η υλοποίηση μιας επιθυμίας, η διεκπεραίωση μιας εργασίας
- η κυρία Μαρία όρισε εκτελεστή της διαθήκης της τον γιο της, Νίκο
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εκτελεστής