εκτελεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκτελεστής < εκτελώ + -τής(μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exécuteur)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκτελεστής αρσενικό
- αυτός που σκοτώνει εν ψυχρώ
- (επάγγελμα) ο δήμιος
- το άτομο, στο οποίο ανατίθεται η υλοποίηση μιας επιθυμίας, η διεκπεραίωση μιας εργασίας
- η κυρία Μαρία όρισε εκτελεστή της διαθήκης της τον γιο της, Νίκο