• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διεκπεραίωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεκπεραίωση οι διεκπεραιώσεις
      γενική της διεκπεραίωσης* των διεκπεραιώσεων
    αιτιατική τη διεκπεραίωση τις διεκπεραιώσεις
     κλητική διεκπεραίωση διεκπεραιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεκπεραιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διεκπεραίωση < διεκπεραιώνω + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διεκπεραίωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διεκπεραιώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διεκπεραίωση
  • γαλλικά : traitement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διεκπεραίωση&oldid=5467147"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 10:38
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 10:38.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie