Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεκπεραιώνω < ελληνιστική κοινή διεκπεραιόω / διεκπεραιῶ < αρχαία ελληνική διά + ἐκ + πέρας

  Ρήμα επεξεργασία

διεκπεραιώνω (παθητική φωνή: διεκπεραιώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία