διεκπεραιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιεκπεραιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεκπεραιώνω
- θα διεκπεραιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεκπεραιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιεκπεραιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διεκπεραίωση