Ουσιαστικό

επεξεργασία

traitement (fr) αρσενικό

  1. η θεραπεία, η ιατρική φροντίδα , η αγωγή
  2. η επεξεργασία
  3. η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
    traitement spécial- ειδική μεταχείριση
  4. ο ψεκασμός
  5. ο μισθός
  6. η διεκπεραίωση

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη traiter