Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψεκασμός οι ψεκασμοί
      γενική του ψεκασμού των ψεκασμών
    αιτιατική τον ψεκασμό τους ψεκασμούς
     κλητική ψεκασμέ ψεκασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεκασμός < μεσαιωνική ελληνική ψεκασμός < ψεκάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pse.kaˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψεκασμός αρσενικό

  1. (βοτανική) το να ραντίζει κάποιος ένα υγρό διάλυμα ή αιώρημα από φυτοφάρμακο με ψεκαστήρα, με σκοπό την πρόληψη ή την καταπολέμηση των ασθενειών που πλήττουν τα φυτά
     συνώνυμα: ράντισμα, ψέκασμα
  2. μέθοδος εφυάλωσης μεταλλικών ή πήλινων σκευών, που συνίσταται στην εκτόξευση σμάλτου με ειδική συσκευή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία