Ετυμολογία

επεξεργασία

ψεκάζω, αόρ.: ψέκασα, παθ.φωνή: ψεκάζομαι, π.αόρ.: ψεκάστηκα, μτχ.π.π.: ψεκασμένος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία