ψεκασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψεκασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψεκάζω
Μετοχή
επεξεργασίαψεκασμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που το(ν) έχουν ψεκάσει, που έχει γίνει αντικείμενο ψεκασμού
- (μεταφορικά, νεολογισμός) οπαδός συνωμοσιών ή ακραίων απόψεων
- ※ Η λέξη «ψεκασμένος», με την έννοια του οπαδού θεωριών συνωμοσίας, εμφανίστηκε σε πρωτοσέλιδο εφημερίδας («ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ») το 2012, με τον τίτλο «ΜΑΣ ΨΕΚΑΖΟΥΝ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ» (Ψεκασμένοι, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ: Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητα, Πρώτο Θέμα, 18/09/2021, [1])
- ※ Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής της πανδημίας είναι η μαχητική παρουσία ενός ψεκασμένου δικαιωματισμού, τόσο ακροδεξιού όσο και ακροαριστερού .... Σήμερα βλέπουμε ο λόγος των δικαιωμάτων να χρησιμοποιείται είτε σε ακροαριστερές ακτιβιστικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, είτε για να δικαιολογήσει την αντιεμβολιαστική επιλογή από ακραία συντηρητικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή δηλωμένα ακροδεξιούς. (Ψεκασμένος δικαιωματισμός ή δημόσια υγεία; metarithmisi.gr, 11/7/2021[2])
- άλλες μορφές: ψέκας, ψεκ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψεκάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών
|
οπαδός (ανύπαρκτων) συνωμοσιών