Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεκ < περικοπή του ψέκας < ψεκασμένος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψεκ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • (προφορικό) σύντμηση του ψέκας → δείτε τη λέξη ψεκασμένος
    ※  Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ένα από τα συμπαρομαρτούντα του κορωνοϊού είναι και η χρήση της λέξης «ψεκασμένος», για όποιον δεν έχει κάνει το εμβόλιο κατά της Covid -19. Υπάρχουν βέβαια και οι τύποι «ψεκ» και «ψέκες» για τους, λεγόμενους, αρνητές των εμβολίων. (Ψεκασμένοι, Λέσχη Μπίλντερμπεργκ: Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητα, Πρώτο Θέμα, 18/09/2021, [1])
    ※  οι «ψεκασμένοι» λέγονται, χάριν συντομίας «ψεκ». Η συγκεκριμένη λέξη θυμίζει βέβαια περισσότερο κατσαριδοκτόνο, αλλά τείνει να καθιερωθεί, κυρίως για τους λεγόμενους, αρνητές των εμβολίων. Επίσης, ο ψεκασμένος αποκαλείται «ψέκας» (πληθ. ψέκες). (Γυναικοκτονία, φεμιναζί, δικαιωματιστής κ.ά.- Ελληνικές… επινοήσεις ή ξενόφερτοι όροι; εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 01/08/2021 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία