αντιεμβολιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιεμβολιαστικός < αντιεμβολιαστ(ής) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.eɱ.vo.li.a.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐εμ‐βο‐λι‐α‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααντιεμβολιαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με απόψεις αντιεμβολιαστών
- ※ Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής της πανδημίας είναι η μαχητική παρουσία ενός ψεκασμένου δικαιωματισμού, τόσο ακροδεξιού όσο και ακροαριστερού .... Σήμερα βλέπουμε ο λόγος των δικαιωμάτων να χρησιμοποιείται είτε σε ακροαριστερές ακτιβιστικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, είτε για να δικαιολογήσει την αντιεμβολιαστική επιλογή από ακραία συντηρητικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή δηλωμένα ακροδεξιούς. (Ψεκασμένος δικαιωματισμός ή δημόσια υγεία; metarithmisi.gr, 11/7/2021[1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιεμβολιαστικός