παθητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθητικότητα < (καθαρεύουσα) παθητικότης< παθητικός + -ότης / -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.θi.tiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαθητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του παθητικού, του γεμάτου πάθος
- η ιδιότητα του παθητικού, το να δέχεται κάποιος τα εξωτερικά γεγονότα χωρίς αντίδραση