passivité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- passivité < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.si.vi.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passivité | passivités |
passivité (fr) θηλυκό
- η παθητικότητα
- η απάθεια
ενικός | πληθυντικός |
passivité | passivités |
passivité (fr) θηλυκό