Ετυμολογία

επεξεργασία
passivité < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.si.vi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
passivité passivités

passivité (fr) θηλυκό

  1. η παθητικότητα
  2. η απάθεια