απάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απάθεια | οι | απάθειες |
γενική | της | απάθειας | των | απαθειών |
αιτιατική | την | απάθεια | τις | απάθειες |
κλητική | απάθεια | απάθειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απάθεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η απουσία πάθους, συναισθηματικής φόρτισης
- η απουσία αντίδρασης σε κρίσιμες περιστάσεις
- αδιαφορία, συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα όσα συμβαίνουν ή τις καταστάσεις
- αντιμετώπιζε τους ασθενείς που υπέφεραν με απάθεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- απαθειασμός (απάθεια + θείο), απαθεϊσμός (απάθεια + θεϊσμός), [βλέπε Wikipedia: apatheism]