Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπρέι < αγγλική spray

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπρέι ουδέτερο άκλιτο

  • ρευστό διάλυμα που μπορεί να εκτοξευθεί από μπουκαλάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία