ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προστακτικές του ψεκάζω, σκουπίζω και αόριστος του τελειώνω. Από τηλεοπτική διαφήμιση ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε