Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψεκαστήρας οι ψεκαστήρες
      γενική του ψεκαστήρα των ψεκαστήρων
    αιτιατική τον ψεκαστήρα τους ψεκαστήρες
     κλητική ψεκαστήρα ψεκαστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεκαστήρας < ψεκαστήρ στην καθαρεύουσα
 
Ψεκαστήριας χειρός.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψεκαστήρας αρσενικό

  • μηχανισμός για ψέκασμα, ράντισμα, γενικά για ρήψη μικρής ποσότητας υγρού σε αναλογικά μεγάλη διασπορά ή σε σχετικά μεγάλη έκταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία