ψέκασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψέκασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψεκάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψέκασμα
|
ψέκασμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
|