Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψέκασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψέκασμα
τα
ψεκάσμα
τ
α
γενική
του
ψεκάσμα
τ
ος
των
ψεκασμά
τ
ων
αιτιατική
το
ψέκασμα
τα
ψεκάσμα
τ
α
κλητική
ψέκασμα
ψεκάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψέκασμα
<
ψεκάζω
+
-σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψέκασμα
ουδέτερο
(πιο δόκιμο στον ενικό)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψεκάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψέκασμα