Ετυμολογία

επεξεργασία
ψακάζω < ψακάδ- + jω ( το ψακαδ από το θέμα της γενικής της λέξης ψακάς-ψακάδος, η σταγών)

ψακάζω

  1. ψιλοβρέχω, ψεκάζω, ρίχνω σταγόνες
    καὶ εἰκάζουσιν δὲ οὕτως, οἷον πιθήκῳ αὐλητήν, λύχνῳ ψακαζομένῳ εἰς μύωπα : και οι παρομοιώσεις σχηματίζονται έτσι, ένας αυλητής μοιάζει με πίθηκο (στη στάση εξηγεί παρακάτω), και ένας μύωπας με μια λυχνία που στάζουν επάνω της ψιχάλες (επειδή τα μάτια του συσπώνται σαν τις φλόγες που τρεμοσβήνουν) (Αριστοτέλης, Ρητορική, Βιβλίο 3ο, παράγραφος 11)

Συγγενικά

επεξεργασία