σμάλτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμάλτο | τα | σμάλτα |
γενική | του | σμάλτου | των | σμάλτων |
αιτιατική | το | σμάλτο | τα | σμάλτα |
κλητική | σμάλτο | σμάλτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σμάλτο < ιταλική smalto[1] < υστερολατινική smaltum < φραγκική *smalt < πρωτογερμανική *smaltiją

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈzmal.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμάλ‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σμάλτο ουδέτερο
- υαλώδης επίστρωση σε κεραμικά και μεταλλικά αντικείμενα που τους δίνει λαμπερή όψη
- ※ Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)
- η λευκή σκληρή ουσία που καλύπτει το ορατό μέρος του δοντιού
Συγγενικά
επεξεργασία- ασμάλτωτος
- γαλανοσμάλτινος
- δροσοσμάλτο
- επισμαλτωμένος
- επισμαλτώνω
- επισμάλτωση
- ολοσμάλτινος
- σμαλτάδος
- σμάλτινος
- σμαλτογάλαζος
- σμαλτοδάχτυλος
- σμαλτοδεμένος
- σμαλτοκύανος
- σμαλτομάγουλος
- σμαλτομάτης
- σμαλτοπράσινος
- σμάλτος
- σμαλτόφεγγος
- σμαλτόχρωμος
- σμαλτοχυμένος
- σμάλτωμα
- σμαλτώνω
- σμάλτωση
- χρυσοσμαλτωμένος
- χρυσοσμαλτώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ σμάλτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας