λαζουρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαζουρίτης < (άμεσο δάνειο) γαλλική lazurite < μεσαιωνική λατινική lazur (lapis lazuli) < αραβική لازورد (lāzaward) < περσική لاژورد (lāžward)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαζουρίτης αρσενικό
- ημιπολύτιμη μπλε πυριτική πέτρα
- ※ Ένα φυλαχτό καμωμένο από λαζουρίτη κρεμόταν γύρω από το λαιμό της: ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από μια ράβδο. (Νταν Μπράουν, Inferno)
- ※ Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)