↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαρδόνυχας οι σαρδόνυχες
      γενική του σαρδόνυχα των σαρδονύχων
    αιτιατική τον σαρδόνυχα τους σαρδόνυχες
     κλητική σαρδόνυχα σαρδόνυχες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σαρδόνυχας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρδόνυχας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαρδόνυξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /saɾˈðo.ni.xas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαρ‐δό‐νυ‐χας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρδόνυχας αρσενικό

  • (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος που χρησιμοποιείται συχνά
    ※  Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία