ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαρδόνυξ οἱ σαρδόνυχες
      γενική τοῦ σαρδόνυχος τῶν σαρδονύχων
      δοτική τῷ σαρδόνυχ τοῖς σαρδόνυξ(ν)
    αιτιατική τὸν σαρδόνυχ τοὺς σαρδόνυχᾰς
     κλητική ! σαρδόνυξ σαρδόνυχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαρδόνυχε
γεν-δοτ τοῖν  σαρδονύχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρδόνυξ < σάρδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρδόνυξ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)