λεπτουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτουργώ < ελληνιστική κοινή λεπτουργέω / λεπτουργῶ < λεπτουργός < αρχαία ελληνική λεπτός + ἔργον
Ρήμα
επεξεργασίαλεπτουργώ (παθητική φωνή: λεπτουργούμαι)
- (λόγιο, σπάνιο) είμαι λεπτουργός και ενεργώ ανάλογα
- ※ Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λεπτουργώ | λεπτουργούσα | θα λεπτουργώ | να λεπτουργώ | λεπτουργώντας | |
β' ενικ. | λεπτουργείς | λεπτουργούσες | θα λεπτουργείς | να λεπτουργείς | (λεπτούργει) | |
γ' ενικ. | λεπτουργεί | λεπτουργούσε | θα λεπτουργεί | να λεπτουργεί | ||
α' πληθ. | λεπτουργούμε | λεπτουργούσαμε | θα λεπτουργούμε | να λεπτουργούμε | ||
β' πληθ. | λεπτουργείτε | λεπτουργούσατε | θα λεπτουργείτε | να λεπτουργείτε | λεπτουργείτε | |
γ' πληθ. | λεπτουργούν(ε) | λεπτουργούσαν(ε) | θα λεπτουργούν(ε) | να λεπτουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λεπτούργησα | θα λεπτουργήσω | να λεπτουργήσω | λεπτουργήσει | ||
β' ενικ. | λεπτούργησες | θα λεπτουργήσεις | να λεπτουργήσεις | λεπτούργησε | ||
γ' ενικ. | λεπτούργησε | θα λεπτουργήσει | να λεπτουργήσει | |||
α' πληθ. | λεπτουργήσαμε | θα λεπτουργήσουμε | να λεπτουργήσουμε | |||
β' πληθ. | λεπτουργήσατε | θα λεπτουργήσετε | να λεπτουργήσετε | λεπτουργήστε | ||
γ' πληθ. | λεπτούργησαν λεπτουργήσαν(ε) |
θα λεπτουργήσουν(ε) | να λεπτουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λεπτουργήσει | είχα λεπτουργήσει | θα έχω λεπτουργήσει | να έχω λεπτουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λεπτουργήσει | είχες λεπτουργήσει | θα έχεις λεπτουργήσει | να έχεις λεπτουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λεπτουργήσει | είχε λεπτουργήσει | θα έχει λεπτουργήσει | να έχει λεπτουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λεπτουργήσει | είχαμε λεπτουργήσει | θα έχουμε λεπτουργήσει | να έχουμε λεπτουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λεπτουργήσει | είχατε λεπτουργήσει | θα έχετε λεπτουργήσει | να έχετε λεπτουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λεπτουργήσει | είχαν λεπτουργήσει | θα έχουν λεπτουργήσει | να έχουν λεπτουργήσει |
|
Πηγές
επεξεργασία- λεπτουργώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτουργώ
|