λεπτουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεπτουργός (επίθετο) < λεπτουργής. Συγχρονικά αναλύεται σε λεπτ- + -ουργός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.ptuɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτουρ‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεπτουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) ειδικός στην κατασκευή λεπτών αντικειμένων, κομψοτεχνημάτων, ιδίως από ξύλο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις λεπτός και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτουργός
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Όροι με λεπτουργ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λεπτουργός | τὸ | λεπτουργόν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | λεπτουργοῦ | τοῦ | λεπτουργοῦ | ||
δοτική | τῷ/τῇ | λεπτουργῷ | τῷ | λεπτουργῷ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λεπτουργόν | τὸ | λεπτουργόν | ||
κλητική ὦ! | λεπτουργέ | λεπτουργόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | λεπτουργοί | τὰ | λεπτουργᾰ́ | ||
γενική | τῶν | λεπτουργῶν | τῶν | λεπτουργῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | λεπτουργοῖς | τοῖς | λεπτουργοῖς | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | λεπτουργούς | τὰ | λεπτουργᾰ́ | ||
κλητική ὦ! | λεπτουργοί | λεπτουργᾰ́ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεπτουργώ | τὼ | λεπτουργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λεπτουργοῖν | τοῖν | λεπτουργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεπτουργός < λεπτουργής. Μορφολογικά αναλύεται σε λεπτ- + -ουργός
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτουργός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή, επάγγελμα) λεπτουργός, για αντικείμενα ιδίως από ξύλο
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐπιλεπτουργέω
- λεπτουργέω
- λεπτουργής
- λεπτουργία
- λεπτουργικά (ουδέτερο, πληθυντικός)
→ και δείτε τις λέξεις λεπτός και ἔργον
Πηγές
επεξεργασία- λεπτουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.