↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεπτουργός οι λεπτουργοί
      γενική του λεπτουργού των λεπτουργών
    αιτιατική τον λεπτουργό τους λεπτουργούς
     κλητική λεπτουργέ λεπτουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεπτουργός (επίθετο) < λεπτουργής. Συγχρονικά αναλύεται σε λεπτ- + -ουργός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.ptuɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐πτουρ‐γός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεπτουργός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λεπτός και έργο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεπτουργός τὸ λεπτουργόν
      γενική τοῦ/τῆς λεπτουργοῦ τοῦ λεπτουργοῦ
      δοτική τῷ/τῇ λεπτουργ τῷ λεπτουργ
    αιτιατική τὸν/τὴν λεπτουργόν τὸ λεπτουργόν
     κλητική ! λεπτουργέ λεπτουργόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεπτουργοί τὰ λεπτουργᾰ́
      γενική τῶν λεπτουργῶν τῶν λεπτουργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπτουργοῖς τοῖς λεπτουργοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπτουργούς τὰ λεπτουργᾰ́
     κλητική ! λεπτουργοί λεπτουργᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπτουργώ τὼ λεπτουργώ
      γεν-δοτ τοῖν λεπτουργοῖν τοῖν λεπτουργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτουργός < λεπτουργής. Μορφολογικά αναλύεται σε λεπτ- + -ουργός

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτουργός, -ός, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λεπτός και ἔργον