λεπτουργική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λεπτουργικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεπτουργική θηλυκό
- η τέχνη του λεπτουργού
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτουργική
|
λεπτουργική θηλυκό
|