λεπτουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτουργία < ελληνιστική κοινή λεπτουργία < λεπτουργός < αρχαία ελληνική λεπτός + ἔργον
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεπτουργία θηλυκό
- η επεξεργασία με λεπτότητα (σε καλλιτεχνικά πλαίσια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτουργία
|