λεπτούργημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτούργημα < ((διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεπτουργῶ) θέμα λεπτουργη- + -μα, (μαρτυρείται από το 1844)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /leˈptuɾ.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐πτού‐ργη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεπτούργημα ουδέτερο
- έργο που έχει μαστορευτεί δεξιοτεχνικά, το κομψοτέχνημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτούργημα
→ δείτε τη λέξη κομψοτέχνημα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- λεπτούργημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας