σμαλτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zmalˈto.no/ [1] (& ΔΦΑ : /smalˈto.no/)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμαλ‐τώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασμαλτώνω, αόρ.: σμάλτωσα, παθ.φωνή: σμαλτώνομαι, π.αόρ.: σμαλτώθηκα, μτχ.π.π.: σμαλτωμένος [2]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σμάλτο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σμαλτώνω | σμάλτωνα | θα σμαλτώνω | να σμαλτώνω | σμαλτώνοντας | |
β' ενικ. | σμαλτώνεις | σμάλτωνες | θα σμαλτώνεις | να σμαλτώνεις | σμάλτωνε | |
γ' ενικ. | σμαλτώνει | σμάλτωνε | θα σμαλτώνει | να σμαλτώνει | ||
α' πληθ. | σμαλτώνουμε | σμαλτώναμε | θα σμαλτώνουμε | να σμαλτώνουμε | ||
β' πληθ. | σμαλτώνετε | σμαλτώνατε | θα σμαλτώνετε | να σμαλτώνετε | σμαλτώνετε | |
γ' πληθ. | σμαλτώνουν(ε) | σμάλτωναν σμαλτώναν(ε) |
θα σμαλτώνουν(ε) | να σμαλτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σμάλτωσα | θα σμαλτώσω | να σμαλτώσω | σμαλτώσει | ||
β' ενικ. | σμάλτωσες | θα σμαλτώσεις | να σμαλτώσεις | σμάλτωσε | ||
γ' ενικ. | σμάλτωσε | θα σμαλτώσει | να σμαλτώσει | |||
α' πληθ. | σμαλτώσαμε | θα σμαλτώσουμε | να σμαλτώσουμε | |||
β' πληθ. | σμαλτώσατε | θα σμαλτώσετε | να σμαλτώσετε | σμαλτώστε | ||
γ' πληθ. | σμάλτωσαν σμαλτώσαν(ε) |
θα σμαλτώσουν(ε) | να σμαλτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σμαλτώσει | είχα σμαλτώσει | θα έχω σμαλτώσει | να έχω σμαλτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σμαλτώσει | είχες σμαλτώσει | θα έχεις σμαλτώσει | να έχεις σμαλτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σμαλτώσει | είχε σμαλτώσει | θα έχει σμαλτώσει | να έχει σμαλτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σμαλτώσει | είχαμε σμαλτώσει | θα έχουμε σμαλτώσει | να έχουμε σμαλτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σμαλτώσει | είχατε σμαλτώσει | θα έχετε σμαλτώσει | να έχετε σμαλτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σμαλτώσει | είχαν σμαλτώσει | θα έχουν σμαλτώσει | να έχουν σμαλτώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σμαλτώνομαι | σμαλτωνόμουν(α) | θα σμαλτώνομαι | να σμαλτώνομαι | ||
β' ενικ. | σμαλτώνεσαι | σμαλτωνόσουν(α) | θα σμαλτώνεσαι | να σμαλτώνεσαι | ||
γ' ενικ. | σμαλτώνεται | σμαλτωνόταν(ε) | θα σμαλτώνεται | να σμαλτώνεται | ||
α' πληθ. | σμαλτωνόμαστε | σμαλτωνόμαστε σμαλτωνόμασταν |
θα σμαλτωνόμαστε | να σμαλτωνόμαστε | ||
β' πληθ. | σμαλτώνεστε | σμαλτωνόσαστε σμαλτωνόσασταν |
θα σμαλτώνεστε | να σμαλτώνεστε | (σμαλτώνεστε) | |
γ' πληθ. | σμαλτώνονται | σμαλτώνονταν σμαλτωνόντουσαν |
θα σμαλτώνονται | να σμαλτώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σμαλτώθηκα | θα σμαλτωθώ | να σμαλτωθώ | σμαλτωθεί | ||
β' ενικ. | σμαλτώθηκες | θα σμαλτωθείς | να σμαλτωθείς | σμαλτώσου | ||
γ' ενικ. | σμαλτώθηκε | θα σμαλτωθεί | να σμαλτωθεί | |||
α' πληθ. | σμαλτωθήκαμε | θα σμαλτωθούμε | να σμαλτωθούμε | |||
β' πληθ. | σμαλτωθήκατε | θα σμαλτωθείτε | να σμαλτωθείτε | σμαλτωθείτε | ||
γ' πληθ. | σμαλτώθηκαν σμαλτωθήκαν(ε) |
θα σμαλτωθούν(ε) | να σμαλτωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σμαλτωθεί | είχα σμαλτωθεί | θα έχω σμαλτωθεί | να έχω σμαλτωθεί | σμαλτωμένος | |
β' ενικ. | έχεις σμαλτωθεί | είχες σμαλτωθεί | θα έχεις σμαλτωθεί | να έχεις σμαλτωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σμαλτωθεί | είχε σμαλτωθεί | θα έχει σμαλτωθεί | να έχει σμαλτωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σμαλτωθεί | είχαμε σμαλτωθεί | θα έχουμε σμαλτωθεί | να έχουμε σμαλτωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σμαλτωθεί | είχατε σμαλτωθεί | θα έχετε σμαλτωθεί | να έχετε σμαλτωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σμαλτωθεί | είχαν σμαλτωθεί | θα έχουν σμαλτωθεί | να έχουν σμαλτωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σμαλτωμένος - είμαστε, είστε, είναι σμαλτωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σμαλτωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σμαλτωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σμαλτωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σμαλτωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σμαλτωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σμαλτωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σμαλτώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σμαλτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Όροι με σμαλτώνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)