Ετυμολογία

επεξεργασία
σμαλτώνω < σμάλτ(ο) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zmalˈto.no/ [1] (& ΔΦΑ : /smalˈto.no/)
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμαλ‐τώ‐νω

σμαλτώνω, αόρ.: σμάλτωσα, παθ.φωνή: σμαλτώνομαι, π.αόρ.: σμαλτώθηκα, μτχ.π.π.: σμαλτωμένος [2]

  • καλύπτω κάτι με σμάλτο
    ⮡  σμάλτωσα μια επιφάνεια ώστε να γυαλίζει όμορφα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σμάλτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σμαλτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Όροι με σμαλτώνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)