↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμαλτωμένος η σμαλτωμένη το σμαλτωμένο
      γενική του σμαλτωμένου της σμαλτωμένης του σμαλτωμένου
    αιτιατική τον σμαλτωμένο τη σμαλτωμένη το σμαλτωμένο
     κλητική σμαλτωμένε σμαλτωμένη σμαλτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμαλτωμένοι οι σμαλτωμένες τα σμαλτωμένα
      γενική των σμαλτωμένων των σμαλτωμένων των σμαλτωμένων
    αιτιατική τους σμαλτωμένους τις σμαλτωμένες τα σμαλτωμένα
     κλητική σμαλτωμένοι σμαλτωμένες σμαλτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμαλτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σμαλτώνω

σμαλτωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία