σμαλτωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμαλτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σμαλτώνω
Μετοχή επεξεργασία
σμαλτωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σμαλτώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμαλτωμένος
|
σμαλτωμένος, -η, -ο
|