σμαλτωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασμαλτωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σμαλτωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σμαλτωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σμαλτωμένος
σμαλτωμένων