Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισμάλτωση οι επισμαλτώσεις
      γενική της επισμάλτωσης* των επισμαλτώσεων
    αιτιατική την επισμάλτωση τις επισμαλτώσεις
     κλητική επισμάλτωση επισμαλτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισμαλτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισμάλτωση < επι- + σμάλτ(ο) + -ωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισμάλτωση θηλυκό

  • επίστρωση επιφάνειας με σμάλτο
    επισμάλτωση πλακιδίων και ειδών υγιεινής στο μπάνιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία