Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικάλυψη οι επικαλύψεις
      γενική της επικάλυψης* των επικαλύψεων
    αιτιατική την επικάλυψη τις επικαλύψεις
     κλητική επικάλυψη επικαλύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικαλύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικάλυψη < (ελληνιστική κοινήἐπικάλυψις < αρχαία ελληνική ἐπικαλύπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικάλυψη θηλυκό

  1. η διαδικασία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικαλύπτω / επικαλύπτομαι
  2. το υλικό της εξωτερικής-άνω στρώσης/επικάλυψης/επίστρωσης
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ο εκ νέου ορισμός σε υποκλάση μίας μεθόδου, κατά την διαδικασία της κληρονομικότητας, διατηρώντας το ίδιο όνομα και τις παραμέτρους, με αυτά της μεθόδου στην υπερκλάση, αλλάζοντας έτσι την λειτουργικότητά της
     αντώνυμα: αντικατάσταση (βλ. overwrite)
     συνώνυμα: υποσκελισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία