επικάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικάλυψη | οι | επικαλύψεις |
γενική | της | επικάλυψης* | των | επικαλύψεων |
αιτιατική | την | επικάλυψη | τις | επικαλύψεις |
κλητική | επικάλυψη | επικαλύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικαλύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επικάλυψη < (ελληνιστική κοινή) ἐπικάλυψις < αρχαία ελληνική ἐπικαλύπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επικάλυψη θηλυκό
- η διαδικασία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικαλύπτω / επικαλύπτομαι
- ⮡ η επικάλυψη του στεγάστρου με φύλλα αμιαντοτσιμέντου ELLENIT ήταν ανθυγιεινή
- το υλικό της εξωτερικής-άνω στρώσης/επικάλυψης/επίστρωσης
- (μεταφορικά) σύμπτωση τομέων ή δράσεων
- ⮡ Ένας θείος μοιράζεται γενετική επικάλυψη 25%.
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ο εκ νέου ορισμός σε υποκλάση μίας μεθόδου, κατά την διαδικασία της κληρονομικότητας, διατηρώντας το ίδιο όνομα και τις παραμέτρους, με αυτά της μεθόδου στην υπερκλάση, αλλάζοντας έτσι την λειτουργικότητά της
- ≠ αντώνυμα: αντικατάσταση (βλ. overwrite)
- ≈ συνώνυμα: υποσκελισμός