επικαλύψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπικαλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικαλύπτω
- θα επικαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικαλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπικαλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικάλυψη