Δείτε επίσης: ὑποσκελισμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποσκελισμός οι υποσκελισμοί
      γενική του υποσκελισμού των υποσκελισμών
    αιτιατική τον υποσκελισμό τους υποσκελισμούς
     κλητική υποσκελισμέ υποσκελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
υποσκελισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποσκελισμός. < (ὑποσκελίζω) ὑποσκελισ- + -μός (-ισμός)
ΔΦΑ : /i.po.ske.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποσκελισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποσκελισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια του υποσκελίζω, το παραμέρισμα, ο παραγκωνισμός
    άλλες μορφές: υποσκέλιση
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός)  δείτε το συνώνυμο  επικάλυψη μεθόδου[1]

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία