παραμέρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραμέρισμα < παραμερίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραμέρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραμερίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παραμέρισμα
|